κυτταροπηξία

κυτταροπηξία
η
βιολ. λειτουργία ορισμένων οργάνων τού σώματος και κυρίως τού ήπατος κατά την οποία οι ιστοί τών οργάνων αυτών προσκολλούν μέσα τους φυσιολογικά ή παθολογικά κύτταρα, που φέρονται ώς αυτά με το αίμα, και τείνουν να τά καταστρέψουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytopexie < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -pexie < νεολατ. -pexia < -πηξία < πῆξις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κυτταροπηκτικός — ή, ό βιολ. αυτός που αναφέρεται στην κυτταροπηξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytopexique < cyto (βλ. κυτταρο ) + pexique < πῆξις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”